Guest blog by Ifigenia
Σημείωση: Το παρακάτω κείμενο εμπεριέχει σποιλ
«Το Αυτό» (IT) του Στίβεν Κινγκ χαρακτηρίζεται ως το τρομακτικότερο μυθιστόρημα του συγγραφέα μέχρι σήμερα. Προσωπικά, δεν έχω διαβάσει – ακόμη – άλλα δικά του μυθιστορήματα, αλλά άνετα μπορώ να καταλάβω γιατί αποδόθηκε στο βιβλίο αυτός ο χαρακτηρισμός. Και αν και πέρασαν σχεδόν 40 χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε (1986), «Το Αυτό» συνεχίζει να βρίσκει καινούριους αναγνώστες και να προκαλεί τα ίδια συναισθήματα.
Με λίγα λόγια, τα γεγονότα του βιβλίου διαδραματίζονται στη φανταστική πόλη Ντέρι, όπου μία σατανική οντότητα ζει στους υπονόμους αυτής και, κάθε 27 χρόνια, αναδύεται στην επιφάνεια και σκοτώνει παιδιά για να τραφεί. Η ιστορία ξεκινάει με τον θάνατο του μικρού Τζορτζ, του αδελφού ενός εκ των πρωταγωνιστών και της παρέας των εφτά παιδιών, Μπιλ. Ο Μπιλ, μαζί με τους φίλους του – Έντι, Ρίτσι, Μάικλ, Μπεν, Σταν και Μπέβερλι – προσπαθούν να βρουν αυτή την οντότητα και να τη σκοτώσουν, ώστε να σταματήσει να κάνει κακό. Η πρώτη απόπειρα γίνεται στην παιδική τους ηλικία, το καλοκαίρι αμέσως μετά τον θάνατο του Τζορτζ. Αν και τελικά καταφέρνουν να έρθουν αντιμέτωποι με το Αυτό, δεν είναι 100% σίγουροι πως έχουν καταφέρει να το σκοτώσουν κι έτσι, δίνουν υπόσχεση πως αν το Αυτό επιστρέψει, τότε θα επιστρέψουν κι αυτοί στην πόλη για να το αντιμετωπίσουν και πάλι, αυτή τη φορά οριστικά. Κι αυτό ακριβώς γίνεται έπειτα από 27 χρόνια όπου, ενήλικες πια, επιστρέφουν για το οριστικό τέλος…
Απλωμένο σε κάτι τι περισσότερες από 1000 σελίδες, η αφήγηση του βιβλίου σε μεταφέρει από το παρελθόν των εφτά βασικών πρωταγωνιστών στο παρόν και πάλι πίσω, παραλληλίζοντας τα όσα έζησαν ως παιδιά με αυτά που ζουν στο παρόν ως ενήλικες, ξετυλίγοντας την όλη ιστορία. Αν και στην αρχή, μέχρι να εξοικειωθεί κανείς με την ιστορία και να μάθει τους χαρακτήρες, αυτό το μπρος πίσω ίσως να μπερδεύει και να είναι λίγο κουραστικό, στην πορεία όμως σε συνεπαίρνει και καταλαβαίνεις ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεσαι και ποιο κομμάτι της ιστορίας διαβάζεις. Στο ερώτημα αν θα μπορούσε να δοθεί η ιστορία σε λιγότερη έκταση, η απάντηση πιστεύω πως είναι καταφατική. Παρόλα ταύτα, με εξαίρεση μία σκηνή για μένα, δεν πιστεύω πως θα έβρισκα κάτι περιττό, καθώς ακόμη και οι ιστορίες που δεν συνδέονται άμεσα με τους εφτά πρωταγωνιστές, συνδέονται με την ιστορία της πόλης και της σατανικής οντότητας που μένει σε αυτήν.
Το βασικό θέμα του βιβλίου είναι ο φόβος και το πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις μεγαλύτερές μας φοβίες. Στην ιστορία, ο φόβος παίρνει σάρκα και οστά μέσω του Αυτού, το οποίο αν και εμφανίζεται κυρίως με τη μορφή ενός κλόουν, μπορεί να μεταμορφώνεται σε οτιδήποτε, αναλόγως το ποιον έχει απέναντί του, ενσαρκώνοντας τους χειρότερους και βαθύτερους φόβους του. Έτσι, τον βλέπουμε να παίρνει τη μορφή μούμιας, λεπρού, τεράστιου αρπακτικού πουλιού, λυκανθρώπου και διάφορων άλλων οντοτήτων, στην προσπάθειά του να τρομάξει και να σκοτώσει το θήραμά του. Η κανονική του μορφή αποκαλύπτεται από τον συγγραφέα προς το τέλος του βιβλίου, όταν η ομάδα των παιδιών διεισδύει στο άντρο του για να το σκοτώσει.
Πέραν του φόβου όμως, το βιβλίο θίγει και πολλά ακόμη θέματα, όπως η ενδοοικογενειακή βία, ο ρατσισμός, η ομοφοβία, η υπερ-προστατευτικότητα που μπορεί να έχει ένας γονιός για το παιδί του και η οποία μπορεί να φτάσει σε ακραία επίπεδα, ο εκφοβισμός, η απώλεια, αλλά και η δύναμη της φιλίας και η ελπίδα.
Ο Κινγκ θεωρώ πως έχει εκπληκτικό χάρισμα στο να σκιαγραφεί χαρακτήρες παιδιών και να περιγράφει με ακρίβεια το πώς αυτά θα σκέφτονταν ή θα έπρατταν. Οι καυγάδες μεταξύ τους, τα παιχνίδια τους, η δημιουργικότητα και η φαντασία τους δίνεται πολύ ζωντανά και με πολύ όμορφες, ακριβείς περιγραφές. Η μοναδική μου ένσταση, είναι η σκηνή που ανέφερα και πιο πάνω, την οποία θεωρώ περιττή, και αφορά τη σκηνή του οργίου. Μιλάμε για παιδιά έντεκα χρονών στα δώδεκα. Το να βάζεις τα έξι αγόρια να κάνουν σεξ με το μοναδικό κορίτσι της παρέας, με τη δικαιολογία πως γίνεται για να «ενωθεί» η ομάδα έτσι ώστε να μπορέσουν να βρουν την έξοδο από τους υπονόμους, είναι τουλάχιστον γελοίο. Θα μπορούσε να βρεθεί άλλος τρόπος για αυτό…
Πέραν αυτού, το ταξίδι προς την ενηλικίωση των εφτά παιδιών μέσα από την αντιμετώπιση των φόβων τους αποδίδεται πολύ ωραία, με κάποιους να καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι το τέλος και κάποιους άλλους όχι.
Η πρώτη μεταφορά στη μικρή οθόνη (1990)
Όπως είναι φυσικό κι αναμενόμενο, ένα τέτοιο βιβλίο δεν θα ήταν δυνατόν να μην μεταφερθεί και στην οθόνη – είτε τη μικρή, είτε τη μεγάλη. Η πρώτη απόπειρα μεταφοράς έγινε στη μικρή οθόνη το 1990 με μία μίνι σειρά δύο επεισοδίων, διάρκειας μιάμιση ώρας το καθένα. Με τα σημερινά δεδομένα, μία μεγάλη τρίωρη ταινία.
Αυτή η μεταφορά σίγουρα θεωρείται πλέον κλασική και – ίσως – καλτ. Μιλώντας και έχοντας υπόψη πως πρόκειται για ταινία του 1990, ο σκηνοθέτης Τόμι Λι Γουάλας κάνει μία πολύ καλή δουλειά με τα μέσα που διαθέτει. Σίγουρα θα ήταν άδικο να συγκρίνουμε τα εφέ του τότε με του σήμερα, καθώς σήμερα η τεχνολογία και το CGI κάνουν θαύματα. Και αν σήμερα τα εφέ αυτής της ταινίας μπορεί να μας φαίνονται γελοία, η αλήθεια είναι πως για τότε ήταν εξαιρετικά.
Ο Τιμ Κάρι ως Πένιγουαϊζ είναι εξαιρετικός και το να περάσει την τρέλα και τον φόβο που προκαλεί ο κλόουν, εναπόκειται κυρίως στη δική του ερμηνεία και όχι στα πολλά εφέ. Κι αυτό είναι και που τον κάνει πιο «προσιτό» και τρομαχτικό σε σχέση με τον κλόουν του remake, αφού δεν μοιάζει σαν εξωγήινος, αλλά σαν κάποιος που θα μπορούσες να συναντήσεις στον δρόμο, καθώς είναι πιο «ανθρώπινος». Οι ερμηνείες και των υπολοίπων πρωταγωνιστών, τόσο των ανηλίκων όσο και των ενηλίκων, είναι επίσης πολύ καλές.
Σεναριακά, το τεράστιο βιβλίο είναι εξαρχής δύσκολο να αποδοθεί, πόσο μάλλον όταν προσπαθείς να το συμπιέσεις μέσα σε μια ταινία τριών ωρών. Η αφήγηση της ταινίας προσπαθεί να ακολουθήσει τη μορφή του βιβλίου, αναμειγνύοντας το παρελθόν με το παρόν, κάτι που για μένα δεν είναι 100% επιτυχημένο. Λόγω του περιορισμού της ώρας, προσπαθεί να προβάλει μόνο τα πολύ βασικά, αφήνοντας πίσω σημαντικά κομμάτια και ιστορίες που θα βοηθούσαν να γίνει κατανοητό το βάθος της ιστορίας. Οι μεταβάσεις γίνονται κάπως απότομα και, αν δεν είχα διαβάσει το βιβλίο, κάπου θα χανόμουν. Οι μικροαλλαγές που υπάρχουν είναι αποδεκτές στα πλαίσια του τι θα λειτουργούσε καλύτερα στην οθόνη.
Συνοπτικά, η αίσθηση που μου άφησε, είναι πως για κάποιον που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, αποτελεί μια καλή ταινία τρόμου της δεκαετίας των ‘90s και μία πολύ αξιόλογη προσπάθεια μεταφοράς για τα δεδομένα της εποχής.
Remake και μεταφορά στη μεγάλη οθόνη (2017 & 2019)
Δεν γνωρίζω αν το γεγονός πως το remake κυκλοφόρησε 27 χρόνια αργότερα – όσα και τα χρόνια που έκανε το Αυτό για να επανεμφανίζεται ανά τους αιώνες – έγινε επίτηδες ή ήταν τυχαίο. Αν πρόκειται για το πρώτο, τότε μιλάμε για μία εξαιρετική κίνηση μάρκετινγκ, αν πρόκειται για το δεύτερο, τότε είναι μία σατανική (no pun intended) σύμπτωση.
Το remake, για μένα, ξεκινάει με ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι της πρώτης μεταφοράς˙ κι αυτό είναι η διάρκειά του. Χωρίζεται σε δύο ταινίες συνολικής διάρκειας πέντε ωρών περίπου, κάτι που του δίνει τη δυνατότητα να αποδώσει καλύτερα τα γεγονότα, χωρίς να μοιάζει βιαστικό και ασύνδετο.
Η πρώτη ταινία επικεντρώνεται αποκλειστικά στην παιδική ηλικία των πρωταγωνιστών, κάτι που δίνει στον θεατή την ευκαιρία να γνωρίσει καλά τους χαρακτήρες και το τι τους δένει. Δεν μπερδεύει με το μπρος-πίσω και ολοκληρώνεται μετά το τέλος της πρώτης απόπειρας των παιδιών να σκοτώσουν το Αυτό και με την υπόσχεση που δίνουν να επιστρέψουν, αν τυχόν επανεμφανιστεί. Στη δεύτερη ταινία, αν και έχουμε κάποιες αναδρομές στο παρελθόν, το βασικό κομμάτι της αφορά την ενήλικη ζωή τους. Αυτός είναι ένας καλός διαχωρισμός που βοηθάει αρκετά στην αφήγηση.
Οι αντίστοιχες αλλαγές στο στόρι υπάρχουν και σε αυτή τη μεταφορά, για χάριν της καλύτερης οπτικής αφήγησης συγκριτικά με το βιβλίο. Για παράδειγμα, στο βιβλίο, αν και εισέρχονται όλοι μαζί στο άντρο του Αυτού, αυτός που το αντιμετωπίζει και το σκοτώνει στο τέλος είναι ο Μπιλ, καθώς ο καθένας από τους υπόλοιπους έχει κάποιο άλλο «καθήκον». Στην ταινία αυτό θα χαλούσε τη δράση και, εν τέλη, σκοτώνουν όλοι μαζί σαν μία γροθιά το Αυτό. Και γενικά, το όλο σκηνικό από τη στιγμή που εισέρχονται ως ενήλικες στο άντρο, μέχρι και το τέλος, προσαρμόζεται – πολύ ορθώς – για οπτική θέαση.
Οι ερμηνείες είναι αρκετά καλές, τόσο από τους μικρούς πρωταγωνιστές όσο κι από τους ενήλικες, αν και η χημεία των παιδιών ήταν καλύτερη από αυτή των ενηλίκων, παρά το πολύ γνωστό καστ. Η σκηνοθεσία του Άντι Μουσκιέτι είναι επίσης πολύ καλή και τα εφέ – ως αναμενόμενο – κυριαρχούν στο θέμα του Αυτού-κλόουν και των διαφόρων μορφών που παίρνει κατά τη διάρκεια των δύο ταινιών, ειδικά στη δεύτερη.
Στη δεύτερη ταινία, αξιοσημείωτη είναι και η κάμεο εμφάνιση του ίδιου του συγγραφέα, Στίβεν Κινγκ, ο οποίος υποδύεται τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού όπου ο Μπιλ, επιστρέφοντας ως ενήλικας πια στο Ντέρι, βρίσκει το ποδήλατό του, τον Σίλβερ, να πωλείται και το αγοράζει. Η στιγμή αυτή που ο Μπιλ αγοράζει και πάλι τον Σίλβερ αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου, το οποίο δυστυχώς στην πρώτη μεταφορά παρακάμφθηκε, βάζοντας τον Μπιλ να βρίσκει ήδη τον Σίλβερ στο σπίτι του Μάικλ, ο οποίος του εξηγεί πως το είδε και το αγόρασε αυτός για εκείνον.
Εν κατακλείδι…
Και οι δύο μεταφορές έχουν τα υπέρ και τα κατά τους. Το σίγουρο είναι πως, για μένα, η δεύτερη μεταφορά είναι πιο άρτια συγκριτικά με την πρώτη, καθώς η συνολική διάρκεια της και τα τεχνικά μέσα που υπάρχουν 27 χρόνια μετά, βοηθάνε πολύ στο να αποδοθεί καλύτερα και σωστότερα η ιστορία και η αίσθηση του βιβλίου. Η πρώτη μεταφορά, όμως, δεν παύει να αποτελεί μία κλασική ταινία και να προκαλεί νοσταλγία, ειδικά σε όσους την είχαν δει ως νεαροί όταν πρωτοκυκλοφόρησε.
Προσωπικά, αν βαθμολογούσα την κάθε μεταφορά και το πόσο καλά έγινε από το βιβλίο στην οθόνη, η βαθμολογία μου θα ήταν αυτή:
– It (1990): 6,5/10
– It (2017): 9/10
– It: Chapter Two (2019): 8/10
Υ.Γ. Μπορείτε επίσης να διαβάσετε και τις αντίστοιχες κριτικές για το remake: It (Το αυτό) & It: Chapter Two